- προστερνιδίοις
- προστερνίδιονcoveringneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμετωπίδιος — α, ο / προμετωπίδιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο δερμάτινο λουρί τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού ζώου αρχ. το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο … Dictionary of Greek